- σκιρράς
- σκιρράς, [full] σκίρρος,A v. σκῖρος3 [full] σκίρρον, [suff] σκιρρός, [suff] σκιρρόομαι, [suff] σκιρρων, [suff] σκιρρωσις, v. σκιρ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιρράς — άδος, ἡ, Α [σκίρρα] φρ. «σκιρρὰς γῆ» γη που περιέχει γύψο … Dictionary of Greek